ἀρωματῶδες

ἀρωματῶδες
ἀρωματώδης
likespice
masc/fem voc sg
ἀρωματώδης
likespice
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κιτράτον — κιτράτον, τὸ (Μ) [κίτρον] αρωματώδες φάρμακο που παρασκευαζόταν από κίτρα …   Dictionary of Greek

  • μυρέψημα — το (Μ μυρέψημα) [μυρεψώ] αρωματώδες απόσταγμα, άρωμα, μυρωδικό («οὐ μόνον ἐξ ἀνθέων γλυκέων καὶ λοιπῆς χρησιμότητος ἑαυτῇ συγκροτεῑν τὸ μυρέψημα τοῡ γλυκάσματος», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • μυροβαφής — μυροβαφής, ές (Α) αυτός που έχει εμβαπτισθεί σε αρωματώδες έλαιο, σε μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βαφής (< βάπτω), πρβλ. χρυσο βαφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”